- μαρτυρητικός
- μαρτῠρ-ητικός, ή, όν,A complimentary,
ψηφίσματα μ. καὶ τιμητικά Jahresh.13.201
(Alabanda, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψηφίσματα μ. καὶ τιμητικά Jahresh.13.201
(Alabanda, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρτυρητικός — μαρτυρητικός, ή, όν (Α) [μαρτυρώ] κολακευτικός … Dictionary of Greek